παραβλάσταρο

παραβλάσταρο
το побег, отросток, отводок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "παραβλάσταρο" в других словарях:

  • παραβλάσταρο — το παραφυάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βλαστάρι] …   Dictionary of Greek

  • αντίριμα — το 1. δεύτερος βλαστός, παραβλάσταρο, κωλορίζι 2. πληθ. αντιρίματα ξερόκλαδα από γέρικα δέντρα …   Dictionary of Greek

  • παράβλαστο — το το παραβλάσταρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βλάστη] …   Dictionary of Greek

  • παρακλάδι — το / παρακλάδιον, ΝΜ νεοελλ. 1. μικρό κλαδί που ξεφυτρώνει από τις μασχάλες τών φύλλων, παραφυάδα, παραβλάστημα, παραβλάσταρο 2. μτφ. καθετί που αποσχίζεται από ένα σύνολο ή από μια ενότητα και αποτελεί ξεχωριστό τμήμα με σχετική ή απόλυτη… …   Dictionary of Greek

  • παραρ(ρ)ιζίτης — ο [παράρ(ρ)ιζό] βλαστάρι που εκφύεται από τον κορμό κοντά στην ρίζα τών δένδρων, παραβλάσταρο, παραφυάδα, κωλορίζι …   Dictionary of Greek

  • παραφυάδα — η / παραφυάς, άδος, ΝΜΑ νέος βλαστός που αναπτύσσεται από το υπόγειο τμήμα τού κορμού ή από τη ρίζα τού φυτού, κατά μήκος τής επιφάνειας τού εδάφους και δίνει γένεση σε νέα φυτάρια, κν. παραπούλι, παραβλάσταρο, κωλορίζι 2. μτφ. διακλάδωση,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»